Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η κυκλοφορία του αίματος

  • 1 кровообращение

    η κυκλοφορία του αίματος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кровообращение

  • 2 кровообращение

    кровообращение с η κυκλοφορία του αίματος
    * * *
    с
    η κυκλοφορία του αίματος

    Русско-греческий словарь > кровообращение

  • 3 циркуляция

    циркуляция
    ж ἡ κυκλοφορία· \циркуляция воздуха ἡ κυκλοφορία τοῦ ἀέρα· \циркуляция денег ἡ νομισματική κυκλοφορία· \циркуляция кро́ви ἡ κυκλοφορία τοῦ αίματος.

    Русско-новогреческий словарь > циркуляция

  • 4 циркуляция

    θ.
    κυκλοφορία•

    циркуляция крови κυκλοφορία του αίματος•

    циркуляция воздуха κυκλοφορία του αέρα•

    циркуляция товаров κυκλοφορία εμπορευμάτων.

    || (ναυτ.) κυκλοτερής γραμμή.

    Большой русско-греческий словарь > циркуляция

  • 5 кровообращение

    крово||обращение
    с ἡ κυκλοφορία τοῦ αίματος.

    Русско-новогреческий словарь > кровообращение

  • 6 разогнать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разогнанный, βρ: -нан, -а, -о
    1. διασκορπίζω, διώχνω, προγκίζω•

    разогнать птиц προγκίζω τα πτηνά.

    || διαλύω (για σύννεφα, ομίχλη κ.τ.τ.). || στέλλω προς διάφορες κατευθύνσεις. || αποπέμπω, απολύω•

    разогнать всех бюрократов διώχνω όλους τους γραφειοκράτες.

    2. διαλύω•

    царь -ал думу ο τσάρος διέλυσε τη Βουλή•

    разогнать демонстрантов διαλύω τους διαδηλωτές.

    3. μτφ. αποβάλλω•

    разогнать тоску διώχνω τη μελαγχολία.

    4. αναπτύσσω όλη την ταχύτητα.
    5. μεγαλώνω, επιμηκύνω, μακραίνω•

    разогнать письмо на несколько страниц κάνω το γράμμα μακροσκελές.

    εκφρ.
    разогнать кровь, – τονώνω! την κυκλοφορία του αίματος.
    τρέχω με όλη την ταχύτητα.

    Большой русско-греческий словарь > разогнать

  • 7 обращение

    ουδ.
    1. στροφή, γύρισμα• κατεύθυνση.
    2. μεταβολή, μετατροπή•

    обращение дробей в десятичные μετατροπή κλασμάτων σε δεκαδικούς.

    || μεταποίηση• αλλαγή.
    3. κυκλοφορία (εμπορευμάτων, αίματος κ.τ.τ.)• пустить в -θέτω σε κυκλοφορία•

    изъять из -я βγάζω από την κυκλοφορία.

    4. αφοσίωση, επίδοση•

    обращение к науке αφοσίωση στην επιστήμη.

    5. αλλαξοπιστία•

    обращение в христианство εκχριστιανισμός.

    6. τροπή•

    обращение в бегство τροπή σε φυγή, κατατρόπωση.

    7. χρησιμοποίηση (προς όφελος).
    8. συμπεριφορά, φέρσιμο μεταχείριση•

    хорошее καλή συμπεριφορά•

    жестокое обращение κακομεταχείριση.

    9. έκκληση, πρόσκληση επίκληση•

    обращение со-вта мира έκκληση του Συμβουλίου ειρήνης.

    10. (γραμμ.) κλήση, προσφώνηση (σε κλητική πτώση).

    Большой русско-греческий словарь > обращение

См. также в других словарях:

  • κυκλοφορία — η (Α κυκλοφορία) [κυκλοφορώ] η κυκλική κίνηση νεοελλ. 1. μετακίνηση, κίνηση («αυτή την ώρα στους δρόμους υπάρχει μεγάλη κυκλοφορία αυτοκινήτων») 2. μεταβίβαση, συναλλαγή («κυκλοφορία τού χρήματος») 3. έκδοση και πώληση εντύπου («κυκλοφορία τών… …   Dictionary of Greek

  • κυκλοφορία — η 1. κυκλική κίνηση: Είναι θέμα κυκλοφορίας του αίματος. 2. «κυκλοφορία εφημερίδων, περιοδικών κ.ά.», ο δείχτης κατανάλωσής τους. 3. «κυκλοφορία τροχοφόρων», η κίνηση των τροχοφόρων στους δρόμους της πόλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετάγγιση αίματος — Η άμεση έγχυση αίματος ή συστατικών αίματος (ερυθρών ή λευκών αιμοσφαιρίων, αιμοπεταλίων, ορού αλβουμίνης κλπ.) στην κυκλοφορία, για αναπλήρωση αίματος από εγχείρηση ή τραυματισμό ή για την αντιμετώπιση ασθένειας. Μ.α. πραγματοποιούνταν από τον… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • κυκλοφορικό σύστημα — Δυναμικό σύστημα, μέσω του οποίου το αίμα, διαρρέοντας ένα κλειστό κύκλωμα, διαχέεται σε ολόκληρο τον οργανισμό και μεταφέρει αέρια και θρεπτικά συστατικά, βοηθώντας στην τέλεση των λειτουργιών του. Η συντονισμένη λειτουργία της καρδιάς και των… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • εμβολή — Απόφραξη αιμοφόρου αγγείου από έμβολο που μπορεί να είναι στερεό, υγρό και αέριο και έχει μεταφερθεί στη θέση αυτή με την κυκλοφορία του αίματος, σε αντίθεση με τη θρόμβωση, όπου ο θρόμβος σχηματίστηκε στη θέση της απόφραξης. Τα στερεά έμβολα τις …   Dictionary of Greek

  • λοίμωξη — Παθολογική διεργασία που ακολουθεί την εισβολή και την εγκατάσταση στο σώμα παθογόνων μικροοργανισμών, όπως είναι οι ιοί, τα μικρόβια, οι μύκητες, τα πρωτόζωα και οι ρικέτσιες. Από το πλήθος των μικροοργανισμών του περιβάλλοντος λίγοι είναι οι… …   Dictionary of Greek

  • κυκλοφορικός — και κυκλοφοριακός, ή, ό (AM κυκλοφορικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυκλοφορία (α. «κυκλοφορι[α]κές διαταραχές τού αίματος» β. «το κυκλοφοριακό πρόβλημα στην Αθήνα είναι δυσεπίλυτο») 2. αυτός που αναφέρεται η αποβλέπει… …   Dictionary of Greek

  • εμμηνορρυσία — Φυσιολογική περιοδική λειτουργία της γυναίκας, που παρατηρείται κατά την περίοδο της γεννητικής της δραστηριότητας, από την ήβη έως την εμμηνόπαυση, όταν δεν υπάρχει κύηση. Το κύριο εξωτερικό σύμπτωμα είναι η ροή άπηκτου αίματος μαζί με στοιχεία… …   Dictionary of Greek

  • ψαριά — Σύμφωνα με τις σύγχρονες ταξινομήσεις, τα ψ. αποτελούν μια υπερκλάση η οποία περιλαμβάνει τα σπονδυλωτά που είναι προσαρμοσμένα στην υδρόβια ζωή. Στα επιστημονικά συγγράμματα αναφέρονται και με την ονομασία ιχθύες. Από αυτά μελετήθηκαν έως σήμερα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»